- βρυχάζω
- αμετ. сильно плакать, реветь, выть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρυχάζω — και βρυχιούμαι 1. θρηνώ 2. μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό) βρύχος «θρήνος» < βρυχιέμαι*] … Dictionary of Greek